μπαλώνω — μπαλώνω, μπάλωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μπαλώνω — (Μ μπαλώνω) 1. επιδιορθώνω φθαρμένο αντικείμενο, συνήθως ένδυμα ή υπόδημα, με ραφή ή επικόλληση κομματιού από το ίδιο ή άλλο παρόμοιο ύφασμα ή δέρμα 2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) μπαλωμένος η, ο αυτός που έχει μπαλώματα («μπαλωμένο παντελόνι») νεοελλ … Dictionary of Greek
εμβαλώνω — μπαλώνω … Dictionary of Greek
μπάλωμα — το (Μ μπάλωμα και ἐμπάλωμα και ἐμπάλωμαν και πάλωμα) [μπαλώνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μπαλώνω, επιδιόρθωση φθαρμένου ενδύματος ή υποδήματος με ραφή ή επικόλληση κομματιού από το ίδιο ύφασμα ή δέρμα 2. μτφ. μεγάλη κηλίδα χρώματος… … Dictionary of Greek
αμπάλωτος — η, ο [μπαλώνω] 1. (για ενδύματα ή υποδήματα) αυτός που δεν μπαλώθηκε, δεν επιδιορθώθηκε στο σημείο που είχε σκιστεί ή ανοίξει 2. αυτός που δεν παίρνει μπάλωμα 3. αυτός που δεν μπορείς να τόν δικαιολογήσεις, να τόν συγκαλύψεις … Dictionary of Greek
αναπιάνω — και ανεπιάνω 1. πιάνω, κρατώ, παίρνω κάτι επάνω μου ή στα χέρια μου 2. βοηθώ 3. ξαναζυμώνω το προζύμι προσθέτοντας αλεύρι και νερό 4. αρχίζω κάποιο έργο 5. ράβω, επιδιορθώνω, μπαλώνω 6. (για τη φωτιά) αναζωπυρώνω, αναδεύω, συνδαυλίζω 7.… … Dictionary of Greek
εξακούμαι — ἐξακοῡμαι, έομαι (Α) 1. θεραπεύω εντελώς 2. αποζημιώνω 3. επανορθώνω κάτι κακό («δράσαντες δ ἐξακεῑσθαι πειρώμεθα», Πλάτ.) 4. καταπραΰνω («τότε κεν χόλον ἐξακέσαιο», Ομ. Ιλ.) 5. βοηθώ κάποιον («τούτοις τὰς τ ἐνδείας τῶν φίλων ἐξακοῡμαι», Ξεν.) 6 … Dictionary of Greek
επιρράπτω — (Α ἐπιρράπτω) ράβω κάτι πάνω σε άλλο, προσθέτω με ραφή, μπαλώνω («οὐδεὶς ἐπίβλημα ῥάκους ἀγνάφου ἐπιρράπτει ἐπὶ ἱματίῳ παλαιῷ», ΚΔ) αρχ. 1. ράβω μέσα σε κάτι («Ζεύς... Διόνυσον ἐπέρραφεν ἄρσενι μηρῷ», Νόνν.) 2. συρράπτω, συνδέω … Dictionary of Greek
καλοεμπάλωτος — καλοεμπάλωτος, ον (Μ) γεμάτος μπαλώματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * (< επίρρ. καλά) + εμπαλωτός (< μπαλώνω)] … Dictionary of Greek
κεντώνω — (Μ) βάζω πρόσθετα κομμάτια, μπαλώνω, επιδιορθώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος μσν. τ. τού κεντώ με επίδραση τού κεντών] … Dictionary of Greek