μπαλώνω

μπαλώνω
μπάλωσα, μπαλώθηκα, μπαλωμένος
1. επιδιορθώνω φθαρμένο ύφασμα ή άλλο αντικείμενο με ραφή ή επικόλληση κομματιού: Μπάλωσα τις τρύπες του σακακιού.
2. μτφ., δικαιολογώ ή διορθώνω πρόχειρα κάποιο σφάλμα: Ευτυχώς τα μπάλωσα και δεν τιμωρήθηκα.
3. το μέσ., μπαλώνομαι αποκομίζω όφελος, ταχτοποιώ πρόχειρα την οικονομική μου κατάσταση: Πήγα να δω τον παππού μου και μπαλώθηκα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μπαλώνω — μπαλώνω, μπάλωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μπαλώνω — (Μ μπαλώνω) 1. επιδιορθώνω φθαρμένο αντικείμενο, συνήθως ένδυμα ή υπόδημα, με ραφή ή επικόλληση κομματιού από το ίδιο ή άλλο παρόμοιο ύφασμα ή δέρμα 2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) μπαλωμένος η, ο αυτός που έχει μπαλώματα («μπαλωμένο παντελόνι») νεοελλ …   Dictionary of Greek

  • εμβαλώνω — μπαλώνω …   Dictionary of Greek

  • μπάλωμα — το (Μ μπάλωμα και ἐμπάλωμα και ἐμπάλωμαν και πάλωμα) [μπαλώνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μπαλώνω, επιδιόρθωση φθαρμένου ενδύματος ή υποδήματος με ραφή ή επικόλληση κομματιού από το ίδιο ύφασμα ή δέρμα 2. μτφ. μεγάλη κηλίδα χρώματος… …   Dictionary of Greek

  • αμπάλωτος — η, ο [μπαλώνω] 1. (για ενδύματα ή υποδήματα) αυτός που δεν μπαλώθηκε, δεν επιδιορθώθηκε στο σημείο που είχε σκιστεί ή ανοίξει 2. αυτός που δεν παίρνει μπάλωμα 3. αυτός που δεν μπορείς να τόν δικαιολογήσεις, να τόν συγκαλύψεις …   Dictionary of Greek

  • αναπιάνω — και ανεπιάνω 1. πιάνω, κρατώ, παίρνω κάτι επάνω μου ή στα χέρια μου 2. βοηθώ 3. ξαναζυμώνω το προζύμι προσθέτοντας αλεύρι και νερό 4. αρχίζω κάποιο έργο 5. ράβω, επιδιορθώνω, μπαλώνω 6. (για τη φωτιά) αναζωπυρώνω, αναδεύω, συνδαυλίζω 7.… …   Dictionary of Greek

  • εξακούμαι — ἐξακοῡμαι, έομαι (Α) 1. θεραπεύω εντελώς 2. αποζημιώνω 3. επανορθώνω κάτι κακό («δράσαντες δ ἐξακεῑσθαι πειρώμεθα», Πλάτ.) 4. καταπραΰνω («τότε κεν χόλον ἐξακέσαιο», Ομ. Ιλ.) 5. βοηθώ κάποιον («τούτοις τὰς τ ἐνδείας τῶν φίλων ἐξακοῡμαι», Ξεν.) 6 …   Dictionary of Greek

  • επιρράπτω — (Α ἐπιρράπτω) ράβω κάτι πάνω σε άλλο, προσθέτω με ραφή, μπαλώνω («οὐδεὶς ἐπίβλημα ῥάκους ἀγνάφου ἐπιρράπτει ἐπὶ ἱματίῳ παλαιῷ», ΚΔ) αρχ. 1. ράβω μέσα σε κάτι («Ζεύς... Διόνυσον ἐπέρραφεν ἄρσενι μηρῷ», Νόνν.) 2. συρράπτω, συνδέω …   Dictionary of Greek

  • καλοεμπάλωτος — καλοεμπάλωτος, ον (Μ) γεμάτος μπαλώματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * (< επίρρ. καλά) + εμπαλωτός (< μπαλώνω)] …   Dictionary of Greek

  • κεντώνω — (Μ) βάζω πρόσθετα κομμάτια, μπαλώνω, επιδιορθώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος μσν. τ. τού κεντώ με επίδραση τού κεντών] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”